-
1 газетчик
-
2 газетчик
газет||чикм1. (продавец) ὁ ἐφημεριδοπώλης·2. (сотрудник газеты) разг ὁ δημοσιογράφος, ὁ ἐφημεριδογράφος. -
3 разносчик
разносчикм:\разносчик газет ὁ ἐφημεριδοπώλης· \разносчик пи́сем ὁ γραμματοκομιστής, ὁ ταχυδρόμος. -
4 newsagent
noun (American news dealer) a person who has a shop selling newspapers (and usually other goods). πράκτορας εφημερίδων, εφημεριδοπώλης -
5 выкликать
ρ.δ.μ. κ. αμ.1. φωνάζω, κράζω, καλώ ονοματίζοντας.2. φωνάζω•газеты! -ал газетчик εφημερίδες! φώναζε ο εφημεριδοπώλης.
-
6 газетчик
-а α., -ца, -ы θ.1. πλανόδιος εφημεριδοπώλης, εφημερίδας.2. δημοσιογράφος, συνεργάτης εφημερίδας. -
7 разносчик
-а α.-ца, -ы θ.1. κομιστής, διανομέας•ταχυδρόμος•разносчик посылок διανομέας δεμάτων.
2. πωλητής πλανόδιος•разносчик газет πλανόδιος εφημεριδοπώλης.
См. также в других словарях:
εφημεριδοπώλης — ο πωλητής εφημερίδων και ιδίως αυτός που διαλαλεί και πουλάει εφημερίδες στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + πώλης (< πωλώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
εφημεριδοπώλης — ο αυτός που πουλά εφημερίδες: Σωματείο εφημεριδοπωλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
εφημεριδάς — ο [εφημερίδα] ο εφημεριδοπώλης … Dictionary of Greek
Βαμβακάρης, Μάρκος — (Άνω Χώρα, Σύρος 1905 – Πειραιάς 1972). Λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Αφού πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα (εφημεριδοπώλης, λούστρος, μανάβης, λαχειοπώλης, υπάλληλος γραφείου κηδειών, αχθοφόρος, εκδορέας σε σφαγεία) κατέληξε στο… … Dictionary of Greek